παραπονιάρης — α, ικο (για πρόσ.) αυτός που παραπονείται διαρκώς, μεμψίμοιρος, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράπονο + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] … Dictionary of Greek
μουρμούρης, -α, -ικο — παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, κλαψιάρης: Η γυναίκα μου είναι μεγάλη μουρμούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπονιάρικος — η, ο [παραπονιάρης] 1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός 2. ως ουσ. παραπονιάρης. επίρρ... παραπονιάρικα με παράπονο … Dictionary of Greek
υπομεμψίμοιρος — ον, Α κάπως μεμψίμοιρος, παραπονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μεμψίμοιρος «γκρινιάρης, παραπονιάρης»] … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
γογγυστής — ο (AM γογγυστής) [γογγύζω] παραπονιάρης, μεμψίμοιρος … Dictionary of Greek
δεινολόγος — ο (Μ δεινολόγος, ον) ο μεμψίμοιρος, ο παραπονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + λόγος < λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
κλαψ(ι)άρης — άρα, άρικο [κλάψα] 1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό») 2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
μεμψίμοιρος — η, ο (Α μεμψίμοιρος, ον) αυτός που παραπονείται κατά τής μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον η μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι… … Dictionary of Greek
οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα … Dictionary of Greek