παραπονιάρης

παραπονιάρης
ο
πληθ. -ηδες, θηλ. πληθ. -άρες, αυτός που εύκολα ή συνέχεια παραπονιέται, θίγεται, ο κλαψιάρης: Δεν είμαι γκρινιάρης, είμαι παραπονιάρης (παροιμ. φρ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπονιάρης — α, ικο (για πρόσ.) αυτός που παραπονείται διαρκώς, μεμψίμοιρος, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράπονο + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • μουρμούρης, -α, -ικο — παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, κλαψιάρης: Η γυναίκα μου είναι μεγάλη μουρμούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπονιάρικος — η, ο [παραπονιάρης] 1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός 2. ως ουσ. παραπονιάρης. επίρρ... παραπονιάρικα με παράπονο …   Dictionary of Greek

  • υπομεμψίμοιρος — ον, Α κάπως μεμψίμοιρος, παραπονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μεμψίμοιρος «γκρινιάρης, παραπονιάρης»] …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • γογγυστής — ο (AM γογγυστής) [γογγύζω] παραπονιάρης, μεμψίμοιρος …   Dictionary of Greek

  • δεινολόγος — ο (Μ δεινολόγος, ον) ο μεμψίμοιρος, ο παραπονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + λόγος < λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • κλαψ(ι)άρης — άρα, άρικο [κλάψα] 1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό») 2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης …   Dictionary of Greek

  • μεμψίμοιρος — η, ο (Α μεμψίμοιρος, ον) αυτός που παραπονείται κατά τής μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον η μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι… …   Dictionary of Greek

  • οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”